Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

παραμύθι 04 "τα κίτρινα βατραχοπέδιλα"


παραμύθι 04

"τα κίτρινα βατραχοπέδιλα"


Τα βατραχάκια αρέσουν πολύ στην Έλλη. Σκέφτηκε λοιπόν μια ιστοριούλα για να την πει στις φίλες της με ένα όμορφο βατραχάκι τον Λάκη Βατραχάκη, που φοβόταν να κολυμπήσει.
Μια φορά και έναν καιρό - αλήθεια ή ψέματα, δεν ξέρω- ζούσε ένα διαφορετικό, αλλιώτικο βατραχάκι. Είχε ένα μυστικό φοβερό και το κρατούσε φυλαγμένο για να μη το μάθει κανένας βάτραχος στη λίμνη. Αυτό το βατραχάκι λοιπόν – το πιστεύετε;- φοβόταν να μπει στο νερό!!!
Τώρα, ήταν που φοβόταν, ή που τα πόδια του ήταν κοντά… και αυτό δεν ήξερε τι έφταιγε.
«Αν κρυφτώ πίσω από τις φυλλωσιές και παρακολουθήσω τα άλλα βατραχάκια, ίσως μάθω να βουτάω όπως και αυτά», σκέφτηκε ο Λάκης Βατραχάκης. Παρακολούθησε λοιπόν με προσοχή τα τολμηρά βατραχάκια, μέτρησε τα βήματα που έκαναν, αλλά ο φόβος δεν του πέρασε.
«Ίσως να μη μάθω ποτέ να βουτάω» είπε ψιθυριστά να μη τον ακούσει κανείς, πίσω από τις φυλλωσιές που κρυβόταν.
Όμως εκείνη τη στιγμή, είδε κάτι που τον φόβισε ακόμα περισσότερο. Μια πρόσκληση για τον διαγωνισμό βουτιάς, ήταν πάνω στο νούφαρο του! Πάνω στην πρόσκληση ήταν γραμμένο το όνομά του. Το έλεγε καθαρά: “Ο κύριος Λάκης Βατραχάκης, προσκαλείται στον ετήσιο διαγωνισμό βουτιάς, που θα γίνει στην πράσινη λιμνούλα”.
Από την επόμενη κιόλας μέρα, ο Λάκης Βατραχάκης, άρχισε τις δοκιμές και την προπόνηση.
Με τις πρώτες όμως δοκιμές ήπιε αρκετό νερό, και λίγο έλειψε να πνιγεί.
Πανικόβλητος, έκατσε σένα βραχάκι να συνέλθει.
Ο φόβος του μεγάλωνε, κι η ημέρα του διαγωνισμού πλησίαζε.
Δεν ήξερε τι να κάνει. Λυπημένο γύρισε στο νούφαρο του και ετοιμάστηκε να αποκοιμηθεί.
Όμως εκεί, δίπλα στο νούφαρο, βρήκε ένα ζευγάρι κίτρινα βατραχοπέδιλα!
Δειλά-δειλά τα φόρεσε. Ήταν στο νούμερο του ακριβώς. Ενθουσιάστηκε! Δεν ήταν όνειρο, ήταν αλήθεια. Δυο κίτρινα βατραχοπέδιλα δικά του! Τώρα έπρεπε να τα καταφέρει!
Πήρε φόρα, και άρχισε... Μια, δυο, τρεις δοκιμές και το κολύμπι ήταν εύκολο πια...
Από τη χαρά του δεν κρατιόταν. Μέχρι και ο φόβος πέρασε για λίγο…
Πάνω στη χαρά και στη βιασύνη, έβγαλε τα βατραχοπέδιλα κι έκανε μια βουτιά. Ναι, μια σωστή βουτιά! Και ο φόβος πέρασε για πάντα!!! Από τότε, ο Λάκης Βατραχάκης χαιρόταν τις βουτιές στη λίμνη όπως όλα τα άλλα βατραχάκια. Δεν τον ένοιαζε που είχε κοντά ποδαράκια, αρκεί που έκανε μεγάλες βουτιές, και όλοι τον θαύμαζαν γι’ αυτό!
Ιούλιος 2012

[“ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ ΒΑΤΡΑΧΟΠΕΔΙΛΑ” γράφτηκαν και εικονογραφήθηκαν το 1987, για να φιλοξενηθούν
στο παιδικό περιοδικό Αερόστατο” . Χρησιμοποίησα νεροχρώματα, μελάνια και ξύλινες μπογιές.
Τον Ιούλιο του 2012, επεξεργάστηκα ηλεκτρονικά τις εικόνες με χρήση photoshop.]


Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

παραμύθι 03 "Δεν βλέπω, ε και λοιπόν;"

παραμύθι 03

"Δεν βλέπω, ε και λοιπόν;"

Αυτή η ιστορία, είναι μία ιστορία για τα πράγματα που δεν μπορούμε να δούμε. Μια ιστορία με όλες τις αισθήσεις μας εκτός από μια. Αν κλείσουμε τα μάτια μας, τα πράγματα έχουν μια άλλη αξία, άλλη διάσταση. Πως θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ένα συναίσθημα, ένα χρώμα σε κάποιον που δεν βλέπει; Με την αγάπη μας και όλες τις άλλες αισθήσεις! Έτσι έκανε και η Ευριδίκη με τον μικρό Νικολάκη που δεν έβλεπε. Μήπως είναι καιρός να επικοινωνούμε βάζοντας σε λειτουργία όλες τις  αισθήσεις μας;

Μία φορά και ένα καιρό, ήταν μια γατούλα η Ευριδίκη, που είχε πέντε γατάκια. Όλα όμορφα και παιχνιδιάρικα έμοιαζαν σαν πέντε σταγόνες νερό. Μόνο που ένα από αυτά, είχε μια μικρή διαφορά από τα άλλα: σκόνταφτε συνεχώς και κουτουλούσε πάνω στα πράγματα γύρω του. Λερωνόταν όταν έτρωγε, δυσκολευόταν να βρει τα παιχνίδια του, ή το καλαθάκι του, για να κοιμηθεί. Η μαμά του η Ευριδίκη του είχε δείξει άπειρες φορές, πώς να κινείται και πώς να φέρεται, όμως εκείνο αν και την άκουγε προσεχτικά, δεν άλλαζε τους τρόπους του.


Την Ευριδίκη την προβλημάτιζε πολύ η συμπεριφορά του μικρού Νικολάκη. Άνοιξε λοιπόν και αυτή το βιβλίο της οικογένειας των γάτων μήπως βρει κάτι που μπορεί να την βοηθήσει. Διάβασε ώρες ατέλειωτες. Διάβαζε, διάβαζε, διάβαζε για τους ποντικούς των αγρών, τους ποντικούς των πόλεων, τους ποντικούς που δεν βλέπουν, τους τυφλοπόντικες! Μετά, το βιβλίο έγραφε για τις γάτες Περσίας, Αγκύρας, τις κακομαθημένες γάτες του Σιάμ…. έγραφε και για τα γατάκια που δεν βλέπουν. 
 
Για εκείνα τα γατάκια που όσο είναι μικρά σκοντάφτουν, πέφτουν εύκολα, και κάνουν ζημιές άθελα τους, για τα γατάκια που χρειάζονται την υπομονή, την φροντίδα, το ενδιαφέρον, την αγάπη μας!! Όσο όμως μεγαλώνουν αποκτούν μια ιδιαίτερη ικανότητα. Αντιλαμβάνονται τα πράγματα, τα αισθήματα, τις καταστάσεις, με μια εκπληκτική ακρίβεια. Αναπτύσσουν μια άλλη αίσθηση: την διαίσθηση!
 Όταν πια είχε κοιτάξει και την τελευταία σελίδα, του βιβλίου των γάτων, δεν είχε καμία αμφιβολία!
Ο μικρός Νικολάκης δεν έμοιαζε με τα άλλα γατάκια της. Ήταν μοναδικός.


 Η μαμά γάτα, φύλαξε το βιβλίο της και πήγε να τον βρει. Καθόταν στο καλαθάκι του και έπαιζε με κάτι μπλε βόλους. Η Ευριδίκη τον πήρε στην ζεστή αγκαλιά της και με τρυφερότητα του ψιθύρισε:
«Σήμερα θα σου πω ένα παραμύθι, ένα παραμύθι μόνο για σένα Νικολάκη!...
 Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια γατούλα η Ευριδίκη που είχε πέντε γατάκια. Όλα όμορφα και παιχνιδιάρικα έμοιαζαν σαν πέντε σταγόνες νερό, μόνο που ένα είχε μια διαφορά από τα άλλα, το έλεγαν Νικολάκη και δεν έβλεπε! Έτσι η μαμά του η Ευριδίκη, αποφάσισε να του μάθει πως είναι τα πράγματα γύρω του. Όσα δεν μπορεί να δει με τα ματάκια του, αλλά μπορεί να καταλάβει με τις περιγραφές και την αγάπη της μητέρας του.

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

παραμύθι 02 "Ο λαγός που όλο πεινούσε, και όλο ξεχνούσε"


παραμύθι 02

"Ο λαγός που όλο πεινούσε, και όλο ξεχνούσε"


Τα λαγουδάκια αρέσουν πολύ στην Έλλη, και όχι μόνο σοκολατένια. Σκέφτηκε λοιπόν μια ιστοριούλα για να την πει στις φίλες της με ένα όμορφο λαγουδάκι τον Ηλία, που τον ονόμασε έτσι, γιατί του άρεσε πολύ να κάθεται στον ήλιο και να τρώει ηλιόσπορους!
Μία φορά και ένα καιρό ήταν ένα όμορφο δάσος, καταπράσινο, γεμάτο ζωάκια και πουλάκια. Σε αυτό το δάσος, τα πουλιά κάθε δεκατέσσερις Μαίου κάνουν μια γιορτή. Φοράνε τα καλά τους καμαρώνουν και κελαηδούν χαρούμενα. Αυτή τη χρονιά σκέφτηκαν να φτιάξουν ένα χώρο ιδιαίτερο. Να έχει φώτα, ωραίους πίνακες ζωγραφικής στους τοίχους και μαρμάρινα πλακάκια. Εκεί θα λάμπει η ομορφιά τους και τα υπόλοιπα ζώα του δάσους θα τα θαυμάζουν, γιατί θα φαίνονται πιο όμορφα.
Το κοράκι λοιπόν που κάνει και το πιο έξυπνο, πρότεινε να ζητήσουν την βοήθεια του λαγού που είναι και ζωγράφος. Σίγουρα κάποια καλή ιδέα θα είχε για τον στολισμό.
Έτσι και έγινε. Αφού όλα τα πουλιά συμφώνησαν ανέλαβε να το πει στον λαγό, που όλο ξεχνούσε και όλο πεινούσε.
Ο λαγός έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι στο δάσος που ήταν και το ατελιέ του. Σαν ενθουσιώδης καλλιτέχνης που ήταν, δέχτηκε αμέσως την πρόταση των πουλιών. Έψαξε τα σύνεργά του, ρύθμισε το καβαλέτο του, μάζεψε τις μπογιές του… αλλά μετά ξέχασε τι ήθελε να ζωγραφίσει.
Σκεφτόταν, σκεφτόταν, αλλά τίποτα δεν θυμόταν. Αφού λοιπόν δεν θυμόταν τίποτα, αποφάσισε να ζωγραφίσει φύλλα, κλαδιά και ανάποδα σπίτια που τόσο πολύ του άρεσαν!
Μετά από λίγη ώρα το κοράκι που πέρασε να δει τι είχε κάνει ο λαγός. Κοιτάζει από το παράθυρο και τι βλέπει; Τον λαγό να πετάει τις ζωγραφιές του! Το κοράκι έμεινε έκπληκτο. Μαζεύει μια από αυτές και την κοιτάζει προσεχτικά.


Δεν μπορεί να εξηγήσει την συμπεριφορά του λαγού, αλλά ούτε και τις ζωγραφιές που είχε κάνει! Αυτά που είχε ζωγραφίσει δεν ήταν καθόλου κατάλληλα για την γιορτή. Το κοράκι, δεν ήξερε ότι ο λαγός, που όλο ξεχνούσε και όλο πεινούσε, δεν θυμόταν τι έπρεπε να φτιάξει! Και αφού δεν θυμόταν πετάει τις ζωγραφιές, παίρνει μια σφυρίχτρα και αρχίζει να σφυρίζει και να βηματίζει σαν τροχονόμος μέσα στο δωμάτιο του.
Το κοράκι, έντρομο που ο χρόνος περνούσε χωρίς ο λαγός να έχει φτιάξει τίποτα για την γιορτή, του λέει να σταματήσει τα παιχνίδια με την σφυρίχτρα και να φτιάξει πιο κατάλληλες ζωγραφιές, όπως φτερά, πουλιά, σύννεφα…
Του λέει ακόμα, ότι οι ζωγραφιές του δεν του άρεσαν καθόλου, και αφού αυτός ανέλαβε να του αναθέσει την διακόσμηση για τη γιορτή, άρα αυτός μπορεί και να του πει ότι έφτιαξε σαχλαμάρες που πρέπει να τις αλλάξει.

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

παραμύθι 07 "σκοτάδι στο δωμάτιό μου"


παραμύθι 07

"σκοτάδι στο δωμάτιό μου"


Mια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα γλυκό ήσυχο κοριτσάκι που το έλεγαν Έλλη. Όταν ήταν τεσσάρων χρόνων, άρχισε να φοβάται το σκοτάδι. Δεν ήθελε να κοιμάται μόνη της τα βράδια και πήγαινε στο κρεβάτι των γονιών της. Αυτό γινόταν πολύ καιρό ώσπου μια νύχτα έπαψε να φοβάται πια τους κακούς δράκους και τις κακές μάγισσες που πίστευε ότι κρυβόντουσαν στο δωμάτιό της! Ήταν η πρώτη νύχτα που είπε χαμογελαστή στους γονείς της: “Σήμερα θα κοιμηθώ μόνη μου. Δεν φοβάμαι τίποτα και κανένα”. Έτσι όπως τα λέω έγιναν τα πράγματα, αλλά καλλίτερα να σας τα πω, με την σειρά και από την αρχή. Μια μέρα λοιπόν, Σάββατο πρέπει να ήταν, η μαμά της Έλλης αποφάσισε να κάνει πολλές αλλαγές στο δωμάτιό της.

 Έβαλε καινούργιες λιλά κουρτίνες, όπως ακριβώς είναι το χρώμα του ουρανού, το καλοκαιριάτικο απομεσήμερο. Αριστερά και δεξιά από το κουρτινόξυλο, κρέμασε από μια χοντρή άσπρη κορδέλα και πάνω της στερέωσε όλα τα μικρά λούτρινα και υφασμάτινα παιχνιδάκια της. Στο κρεβατάκι της, άπλωσε ένα αφράτο λευκό πάπλωμα, και κοντά στο μαξιλάρι, έβαλε τα αγαπημένα της κουκλάκια. Μετά, πήρε μια σκάλα και κόλλησε στο ταβάνι του δωματίου της, εξήντα χάρτινες πεταλούδες, που είχε ζωγραφίσει μόνη της. Έκανε ένα σωρό πράγματα ακόμα στο δωμάτιο, που από όμορφο, είχε γίνει τώρα πιο όμορφο. Ήταν υπέροχο! Μέχρι το απόγευμα ασχολιόταν με όλα αυτά και όταν επιτέλους ολοκλήρωσε, πήρε αγκαλιά της την Έλλη και της είπε: “Σου αρέσει αγαπούλα μου το δωμάτιό σου;” Η μικρή με ένα πλατύ χαμόγελο της απάντησε, “ναι μανουλίτσα μου, είναι το πιο όμορφο δωμάτιο του κόσμου!” 
“Τότε το βράδυ πρέπει να κοιμηθείς εδώ, στο όμορφο κρεβατάκι σου παρέα με τις κουκλίτσες σου”, της είπε η μαμά της.

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

παραμύθια

παραμύθι 08

"Χριστουγεννιάτικα δώρα"


(Η μαμά της Ρόζμαρι, ζήτησε από την Έλλη να της πει, 
ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι με την Ρόζμαρι 
και τις δυο ξαδελφούλες της) 

Αυτά τα Χριστούγεννα θα είναι διαφορετικά. Η μαμά της Ρόζμαρι, της είπε, ότι ο Άγιος Βασίλης έχει πολλά έξοδα, γέρασε, κουράστηκε και έτσι αποφάσισε να αλλάξει λίγο την καθιερωμένη παράδοση. Έστειλε ένα γράμμα λοιπόν στους γονείς των παιδιών και στα σχολεία τους, που τους λέει να ψάξουν στα παιχνίδια τους, να βρουν κάποιο που δεν θέλουν. Θα προσέξουν να είναι σε καλή κατάσταση, θα το βάλουν σε ένα ωραίο κουτί, θα το τυλίξουν με χαρούμενο περιτύλιγμα και θα το στείλουν σε άλλο παιδάκι. Εκείνος θα αναλάβει να το μεταφέρει προσωπικά. 
Έτσι, όλα τα παιδάκια θα πάρουν ένα δώρο και θα έχουν την χαρά να προσφέρουν και τα ίδια κάποιο δώρο! 
Στο σπίτι της μικρής Έσμε πήγε το ίδιο γράμμα, ακριβώς. Μόλις της το διάβασε η μαμά της, φώναξε ενθουσιασμένη: 
“Θα βρω ένα παιχνίδι για την ξαδελφούλα μου την Ρόζμαρι και ένα για την αδελφούλα μου, την Ίσλα”. Έτρεξε βιαστικά στο δωμάτιο της λοιπόν, αρχίζοντας να ψάχνει.

Τις αγαπούσε πολύ και τις δύο. Ήξερε ακριβώς τι θα αρέσει στην κάθε μία. Σε ένα όμορφο κουτί με πάνινα ζωάκια, βρήκε πρώτη - πρώτη την όμορφη αρκουδίτσα της. Όταν ήταν μικρούλα έπαιζε πολύ μαζί της, αλλά εδώ και καιρό τώρα, είναι σε αυτό το κουτί καθηλωμένη. Θυμάται όμως μια φορά που η Ρόζμαρι την είχε δει και της άρεσε πολύ. Ναι, αυτήν θα έδινε στην ξαδελφούλα της. Μετά, έψαξε να βρει κάτι για την μικρή Ίσλα, και βρήκε κάτι πολύ χαριτωμένο. Ένα χνουδωτό αρνάκι! Τώρα που μεγάλωσε, δεν παίζει πια μαζί του, ας παίξει με αυτό η αδελφούλα της. 
Πήρε τα δυο παιχνίδια όλο καμάρι και τα έβαλε σε όμορφα κουτιά. Μετά, σε δυο μικρές καρτούλες έγραψε: «Από την Έσμε στην Ρόζμαρι» στη μία κάρτα και στην άλλη «από την Έσμε στην Ίσλα».
 Η μαμά της, είπε, ότι το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων, ο Άγιος Βασίλης θα περάσειαπό κάθε σπίτι, θα πάρει τα κουτιά με τα δώρα και θα τα παραδώσει στο κάθε παιδάκι που του ανήκουν. 
Θα οδηγήσει το έλκηθρο ο ίδιος προσωπικά, το είπε και η μαμά!

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Κινεζική παροιμία 01 - βουλιάζει το ψάρι και πέφτει η αγριόχηνα

Κινεζική παροιμία 

[ βουλιάζει το ψάρι και πέφτει η αγριόχηνα ]

Η παροιμία «βουλιάζει το ψάρι και πέφτει η αγριόχηνα» χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ομορφιά μιας ωραίας γυναίκας. «Η Μάο Τσιάνγκ και η Λι Τζι, είναι πανέμορφες στα μάτια των ανθρώπων. Τα ψάρια όταν τις βλέπουν βουλιάζουν, τα πουλιά όταν τις βλέπουν πετάνε ψηλά, τα ελάφια όταν τις βλέπουν τρέχουν μακριά. Ποιος από τους τέσσερις, ο άνθρωπος, το ψάρι, το πουλί ή το ελάφι, ξέρει πραγματικά τι είναι όμορφο στον κόσμο;» Το ρητό ήθελε να εκφράσει ότι όλα τα πράγματα στην πραγματικότητα είναι ίδια αλλά στα μάτια των διάφορων ειδών φαίνονται διαφορετικά.  Αλλά με το πέρασμα του χρόνου, η σημασία άλλαξε ριζικά. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια τόσο όμορφη γυναίκα που όταν το ψάρι την βλέπει βουλιάζει, και η αγριόχηνα πέφτει. Αργότερα μαζί με την φράση «επισκιάζει το φεγγάρι και ντροπιάζει το λουλούδι», αντιπροσωπεύουν ξεχωριστά τις τέσσερις πιο όμορφες γυναίκες στην ιστορία της Κίνας.

Οι πληροφορίες είναι από το διαδίκτυο.
Η Σισί είναι του ζωγράφου Xiao Yutian

Αυτή που ήτανε τόσο όμορφη 

ώστε να βουλιάξει το ψάρι ήταν η Σισί

Η Σισί λοιπόν, πίστευαν πως ήταν κατάσκοπος. Έτσι, όταν το βασίλειο των Γιουέ νικήθηκε, ο βασιλιάς διάλεξε κάποιες όμορφες γυναίκες μαζί με την Σισί, και αποφάσισε να τις προσφέρει στο βασιλιά των Γου που ήταν ο νικητής. 
 Η Σισί, αρχικά λέγανε πως ήτανε απλώς μια πλύστρα μεταξιού. Έπλενε δηλαδή τα μεταξένια υφάσματα στο ποτάμι, όπως και άλλες κοπέλες. Ήτανε τόσο όμορφη όμως, ώστε όταν έπλενε στο ποτάμι, τα ψάρια βλέποντάς την, ξέχναγαν να κολυμπούν και βούλιαζαν.  Στον βασιλιά του βασιλείου Γου άρεσε τόσο πολύ η Σισί ώστε δεν μπορούσε να κυβερνήσει σωστά το βασίλειό του, γιατί είχε στο μυαλό του μόνο εκείνη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, μετά από μερικά χρόνια, να καταστραφεί το βασίλειο του, από το βασίλειο Γιουέ, που με τα χρόνια είχε γίνει πολύ πιο δυνατό και βρήκε την ευκαιρία να εκδικηθεί για την παλιά του ήττα! Μετά από αυτό, ο βασιλιάς του βασιλείου Γου αυτοκτόνησε. Τότε, ο βασιλιάς του βασιλείου Γιουέ, που ήτανε η πατρίδα της Σισί, διέταξε να την πνίξουν στον ποταμό με πέτρες.
Υπάρχουν πολλές εκδοχές για το τέλος της Σισί, αλλά αυτή είναι η επικρατέστερη.
Για την τραγική της μοίρα, υπάρχουν πάρα πολλά ποιήματα και ζωγραφιές.

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

παραμύθια


παραμύθι 01

"Τα πλεκτά της γιαγιάς"




Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε ένα όμορφο χωριουδάκι στην κορυφή ενός πολύ, πολύ, πολύ ψηλού βουνού. Ήταν τόσο ψηλά αυτή η κορυφή του βουνού που τα σύννεφα σκέπαζαν τους δρόμους, τα δέντρα, τα χωράφια και τις στέγες.

 Ήταν τόσο ψηλά αυτή η κορυφή του βουνού, που τα σύννεφα έμπαιναν μέσα στα σπίτια, από τα παράθυρα και τις καμινάδες. Τα παιδιά χαιρόντουσαν πολύ με αυτό που συνέβαινε, γιατί μαζί με τα σύννεφα έμπαιναν και πολλά πουλιά. Αγριόχηνες, χελιδόνια… και όσα αποδημούσαν για θερμότερες χώρες!
Όλα φαινόντουσαν ωραία για τα παιδιά! Άλλα έπαιζαν κρυφτό στις γειτονιές, άλλα μάζευαν σύννεφα σε βάζα, άλλα έπαιζαν με τα πουλιά που έμπαιναν στα σπίτια τους.

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

παραμύθι από την Κύπρο -01
"Ο κυνηγός και η χήνα"





Μια φορά ένας κυνηγός πήγαινε προς το χωριό Βαρώσι, για κάποια δίκη. Σκέφτηκε, λοιπόν να πάρει μαζί και το όπλο του, μήπως βρει κάτι στο δρόμο. Έτσι σαν πήγαινε, βρήκε μία χήνα και την σκότωσε. Μόλις έφτασε στο Βαρώσι, πήγε σ’ ένα καλό μάγειρα να του την μαγειρέψει, έναντι καλής αμοιβής, και του είπε: 
-«Κύριε μάγειρα, πάρε αυτή τη χήνα να την μαγειρέψεις καλά και όσα θέλεις θα σου δώσω». 
-«Εντάξει», του λέει ο μάγειρας και ο κυνηγός έφυγε ήσυχος. 
Περνώντας μετά από λίγο από κει ο δικαστής με το δούλο του, μύρισε το νόστιμο φαγητό.
-«Ω! τι ωραία μυρωδιά! Πολύ όμορφο φαγητό έκανε ο μάγειρας σήμερα. Πήγαινε» λέει του δούλου του, «να δούμε τι φαγητό είναι αυτό!» 
Πήγε λοιπόν ο δούλος και ρώτησε, «τι μαγείρεψες, μάγειρα και μυρίζει έτσι όμορφα;»
- «Έχω διάφορα ωραία φαγητά» του είπε. Ο δικαστής και ο δούλος τα παρατήρησαν όλα, ώσπου έφτασαν και στην χήνα.

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

παραμύθι 15 - η Έλλη και οι τρεις αγάπες


Mιά φορά και έναν καιρό, στην Αθήνα, έμενε ένα μικρό κοριτσάκι που το έλεγαν Έλλη.
 Η Έλλη λοιπόν, όπως όλα τα κοριτσάκια στην ηλικία της, ήταν χαριτωμένη και ζωηρούλα. 
Αγαπούσε όλα τα ζωάκια μα πιο πολύ το μικρό σκυλάκι της την Ρόζα.
Μια μέρα, πριν μερικά χρόνια, τότε που ήταν πιο μικρούλα η Έλλη, είχε έρθει στο σπίτι της η φιλεναδίτσα της η Κάτια. Θα έμεναν μαζί όλο το σαββατοκύριακο. Έχε φέρει και μια κούτα με τα παιχνίδια της. Μόλις άνοιξε η εξώπορτα, έτρεξε η μια στην αγκαλιά της άλλης. 

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

παραμύθι 16 - η πολύ πολύ μεγάλη και η πολύ πολύ μικρή πόρτα

Μια φορά και έναν καιρό, στην Αθήνα, έμενε ένα μικρό κοριτσάκι που το έλεγαν Έλλη. Η Έλλη λοιπόν, όπως όλα τα κοριτσάκια στην ηλικία της, ήταν χαριτωμένη και ζωηρούλα. Αγαπούσε όλα τα ζωάκια μα πιο πολύ το μικρό σκυλάκι της την Ρόζα.
Ένα πρωί Σαββάτου, τότε που ήταν πιο μικρούλα η Έλλη, πριν μερικά χρόνια, ήρθε στο σπίτι της η Ζωίτσα η φίλη της. Θα έμεναν μαζί όλη μέρα, να φάνε, να παίξουν, να κοιμηθούν, και το πρωί της Κυριακής θα ερχόταν η μαμά της να τη πάρει! Ήσαν πολύ χαρούμενες και οι δυο.
Η Ζωίτσα μάλιστα είχε φέρει και μία τσάντα με τα αγαπημένα της παιχνίδια. Κάθησαν στο πάτωμα αμέσως και άρχισαν να συζητούν με πιο παιχνίδι θα αρχίσουν πρώτα να παίζουν. Ήθελαν να χαρούν όλη τη μέρα τους παίζοντας, χωρίς διακοπή.
Εκεί λοιπόν που προετοίμαζαν τις μικρές κουκλίτσες τους, λέει η Έλλη στη Ζωή:
“Θα ήθελα να ήμουν τόσο μικρούλα, σαν και αυτές τις κουκλίτσες. Θα με βάζει η μαμά μου στο τσαντάκι της και θα πηγαίνουμε παντού μαζί! Αν είμαι τόσο μικρούλα, ότι μου αρέσει θα είναι και πολύ και μεγάλο! Εγώ δίπλα σε ένα τεράστιο παγωτό όλο δικό μου, να κάθομαι πάνω σε μια μεγάλη σοκολάτα... να κοιμάμαι σε ένα χρωματιστό κεκάκι! Να χοροπηδάω σε ένα τεράστιο μαξιλάρι, να κάνω κούνια στη μπούκλα της μαμάς μου...”. Η Ζωή άκουγε προσεχτικά αυτά που της έλεγε η Έλλη, και όταν σταμάτησε να μιλάει την ρώτησε προβληματισμένη: “ Αν έπρεπε να διαλέξεις από δυο πόρτες, μία πολύ μεγάλη και μία πολύ μικρή, που οδηγούν σε διαφορετικούς κόσμους. Στον ένα όλα είναι πολύ μεγάλα και εσύ μικρούλα και στον άλλο όλα πολύ μικρά και εσύ τεράστια ...τι θα διάλεγες;”
Η Έλλη, σκέφτηκε λίγο και απάντησε: “Μα φυσικά προτιμώ να είμαι εγώ μικρούλα σε ένα τεράστιο κόσμο”. Μετά, μισόκλεισε τα ματάκια της και άρχισε να φαντάζεται αυτό ακριβώς που είπε. Είδε λοιπόν πως ήταν σε ένα μικρό άδειο δωμάτιο, με λουλουδένια ταπετσαρία. Μπροστά της υπήρχαν δυο πόρτες. Η μία ήταν πολύ-πολύ μεγάλη, και η άλλη ήταν πολύ-πολύ μικρή. Θυμήθηκε αυτό που την ρώτησε η Ζωή και τώρα της δινόταν η ευκαιρία να διαλέξει . Διάλεξε να ανοίξει την μεγάλη πόρτα. Έβαλε λοιπόν τα δυνατά της να την ανοίξει, κάτι που δεν ήταν καθόλου εύκολο! Τεντώθηκε ξανατεντώθηκε, χοροπήδησε δυο τρεις φορές να φτάσει το πόμολο, έσπρωξε και να τη λοιπόν, που επιτέλους άνοιξε αυτή η τόσο μεγάλη πόρτα!
Η μικρούλα Έλλη τώρα, βρέθηκε σε ένα τεράστιο δωμάτιο! Μεγάλες καρέκλες, μεγάλα τραπέζια, βιβλία, παιχνίδια... και εκείνη τόσο μικρούλα μπροστά τους! Και η φίλη της η Ζωή που έμοιαζε τώρα τεράστια σαν γίγαντας, έπαιζε με τα τεράστια παιχνίδια στο πάτωμα μόνη της. Αλλά και η Έλλη τώρα, μικρή σαν κουκλίτσα, δεν μπορούσε να παίξει με κανένα παιχνίδι. Όλα φαινόντουσαν και ήσαν, πολύ μεγάλα και πολύ βαριά για τα μικρά χεράκια της! Έβλεπε τώρα τη Ζωή να ετοιμάζεται να φάει, ένα τεράστιο γλειφιτζούρι.
Η Έλλη, όσο και αν της φώναζε για να της δώσει λίγο, εκείνη δεν την άκουγε.
Τόσο μεγάλο γλειφιτζούρι και να μη μπορεί να φάει ... τόσο μεγάλα και πολλά παιχνίδια και να μη μπορεί να παίξει... τι κρίμα που ήταν, σκεφτόταν τώρα η  Έλλη...

(Τη συνέχεια του παραμυθιού μπορείς να τη διαβάσεις στην καρτέλα παραμύθια και είναι το παραμύθι 16, "η πολύ πολύ μεγάλη και η πολύ πολύ μικρή πόρτα".)

Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

παραμύθι 13 - που πάω όταν κοιμάμαι;


Μια φορά και έναν καιρό, στην Αθήνα, έμενε ένα μικρό κοριτσάκι που το έλεγαν Έλλη. Η Έλλη λοιπόν, όπως όλα τα κοριτσάκια στην ηλικία της, ήταν χαριτωμένη και ζωηρούλα. Αγαπούσε όλα τα ζωάκια μα πιο πολύ το μικρό σκυλάκι της την Ρόζα. ‘Ένα βράδυ, πριν μερικά χρόνια, τότε που ήταν πιο μικρούλα η Έλλη, έπεσε στο κρεβατάκι της για να κοιμηθεί. Είχε πλύνει τα δοντάκια της, και είχε φορέσει τα νυχτικάκια της, όπως κάθε βράδυ. Η μαμά, όπως πάντα, αφού πρώτα της είπε ένα παραμυθάκι, την φίλησε και την καληνύχτισε γλυκά-γλυκά.
«Μαμά, που πάμε όταν κοιμόμαστε;» την ρώτησε η Έλλη.
«Στον κόσμο του ύπνου και των ονείρων», της απάντησε.
«Και που είναι αυτός ο κόσμος;» ξαναρώτησε η Έλλη.
«Στο μυαλό μας», είπε η μαμά της και την ξανασκέπασε.
«Και πώς είναι αυτός ο τόπος;… και εγώ εκεί πηγαίνω;» ρώτησε πάλι η μικρούλα Έλλη, γεμάτη περιέργεια. Η μαμά της κατάλαβε, ότι αν αυτή τη στιγμή, δεν τις έλυνε όλες τις απορίες, δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί όλο το βράδυ!
Έτσι άρχισε, όσο πιο απλά μπορούσε, να της εξηγεί: «Και εσύ και ο καθένας μας έχει τον δικό του τόπο. Τον φτιάχνει χωρίς καν να το καταλάβει. Το μυαλό μας τα κάνει όλα. Μαζεύει συναισθήματα και εικόνες κάθε μέρα, τα φυλάει στην μνήμη μας, και όταν κοιμόμαστε, φτιάχνει ιστορίες με το υλικό που έχει. Σαν να είναι σκηνοθέτης που φτιάχνει ένα έργο. Κάθε φορά διαφορετικό».
«Ξέρει και κάνει τέτοια πράγματα το μυαλό μου;» ρώτησε ενθουσιασμένη πια η Έλλη.
«Ναι, μπορεί. Αν εσύ κλείσεις τα ματάκια σου τώρα αμέσως, και φτιάξεις το έργο που θέλεις να δεις με το μυαλουδάκι σου, μικρέ μου καλλιτέχνη, θα δεις ένα όμορφο όνειρο! Αύριο το πρωί, μου το λες και εμένα». Είπε η μαμά της, προσπαθώντας να την βάλει γρήγορα για ύπνο, γιατί η ώρα περνούσε.

Τη συνέχεια του παραμυθιού μπορείς να την διαβάσεις στη καρτέλα παραμύθια, και είναι το παραμύθι 13-που πάω όταν κοιμάμαι
www.ellis-stories.blogspot.com

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

παραμύθι 12 - Η Έλλη και η αγριόχηνα Πετούνια



Mιά φορά και έναν καιρό, στην Αθήνα, έμενε ένα μικρό κοριτσάκι που το έλεγαν Έλλη. Η Έλλη λοιπόν, όπως όλα τα κοριτσάκια στην ηλικία της, ήταν χαριτωμένη και ζωηρούλα. Αγαπούσε όλα τα ζωάκια μα πιο πολύ το μικρό σκυλάκι της την Ρόζα. Αγαπούσε και όλα τα πουλιά, μα πιο πολύ τις αγριόχηνες. Κάποτε η μαμά της, της είχε δείξει εικόνες με διάφορα πουλιά, από ένα βιβλίο και της άρεσαν πολύ.
Εκεί είδε πρώτη φορά μια αγριόχηνα να πετάει στον ουρανό, και είπε στην μαμά της ότι θα ήθελε να ήταν πάνω στην ράχη της και να ταξίδευε μαζί της. Τι όμορφα φτερά που είχε, πόσο καμαρωτά τα τέντωνε για να πετάξει, τι όμορφο μακρύ λαιμό! Από τότε, πολλές φορές έβλεπε στον ύπνο της να πετάνε μαζί. Πάνω από θάλασσες, βουνά, κάμπους, πέταγε μαζί με την καινούργια φίλη της που την ονόμασε Πετούνια. Η Πετούνια λοιπόν η αγριόχηνα, που πέταγε στους ουρανούς! Η μαμά της Έλλης, χάρηκε για την αγάπη της προς αυτό το πουλί, γιατί και εκείνη το ξεχώριζε από τόσα άλλα. Γιαυτό, δεν της έμαθε μόνο πολλά πράγματα για την ζωή του, αλλά της έμαθε και να ζωγραφίζει όμορφες αγριόχηνες στα τετράδια της.
Τη συνέχεια του παραμυθιού μπορείς να τη διαβάσεις στο www.ellis.stories.blogspot.com, 
στη καρτέλα παραμύθια και είναι το νούμερο 12.

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

παραμύθι 11 - Η Αψού και η Γκούχ


Μια φορά και έναν καιρό, στην Αθήνα, έμενε ένα μικρό κοριτσάκι που το έλεγαν Έλλη. Η Έλλη λοιπόν, όπως όλα τα κοριτσάκια στην ηλικία της, ήταν χαριτωμένη και ζωηρούλα. Της άρεσε να ζωγραφίζει, να χορεύει και να παίζει με τις κουκλίτσες της όλη μέρα.
Όμως υπήρχαν και κάποιες μέρες, ειδικά μες στο χειμώνα, που η Έλλη, αρρώσταινε και έπρεπε να μένει στο κρεβάτι. Αυτές τις μέρες, η μαμά της έλεγε, ότι ήρθαν να παίξουν μαζί της η Αψού με την Γκουχ. Μια τέτοια μέρα ήταν και αυτή. Στο σπίτι, εκείνη τη μέρα, ήρθε να την δει η φίλη της Κάτια. Η Έλλη, της είπε πως έχουν έρθει και η Αψού με την Γκουχ. «Ποιες είναι αυτές», ρώτησε η Κάτια, και τότε η μικρή Έλλη, άρχισε να της λέει:...
Τη συνέχεια του παραμυθιού μπορείς να τη διαβάσεις στο www.ellis-stories.blogspot.com, στην καρτέλα παραμύθια και είναι το νούμερο 11

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

παραμύθι 10 - η χάρτινη αδερφούλα


Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα γλυκό ήσυχο κοριτσάκι που το έλεγαν Έλλη. Η Έλλη, από πολύ μικρή, ήθελε να είχε μια αδελφούλα να παίζουνε μαζί. Δεν έχανε λοιπόν ευκαιρία να το ζητάει αυτό από τους γονείς της συνεχώς! Σαν δώρο γενεθλίων, σαν δώρο για τις γιορτές των Χριστουγέννων, του Πάσχα, ή όταν έπαιρνε μπράβο στο νηπιαγωγείο. Δηλαδή, με την κάθε ευκαιρία που μπορούσε να της δοθεί. Οι γονείς της όμως, της έλεγαν συνεχώς τα ίδια και τα ίδια... όπως, ότι κάποια στιγμή μπορεί να έρθει κάποιο αδερφάκι αλλά δεν ξέρουν πότε, ή της έλεγαν ότι θα έρθει, όταν εκείνη μεγαλώσει λίγο ακόμα.
Ο καιρός περνούσε και η Έλλη πέντε χρόνων πλέον, βαρέθηκε να ζητάει αδερφούλα ξανά και ξανά. Σκέφτηκε λοιπόν, αφού κανείς δεν της “φτιάχνει” αδερφάκι, θα “φτιάξει”μόνη της ένα, ακριβώς όπως το θέλει η ίδια! Πήρε λοιπόν ένα μεγάλο χαρτόνι, τους μαρκαδόρους της, και άρχισε να ζωγραφίζει το αδερφάκι που θα ήθελε... η συνέχεια του παραμυθιού στην καρτέλα παραμύθια και είναι το παραμύθι 10


Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Ευχαριστώ την Ιταλία και την Αγγλία

Ευχαριστώ τους φίλους και τις φίλες από την Ιταλία και την Αγγλία, που παρακολουθούν την ιστοσελίδα μου και διαβάζουν τα παραμύθια μου στο 
www.ellis-stories.blogspot.com


Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Ευχαριστώ την Αμερική και την Ρωσία

Ευχαριστώ τους φίλους και τις φίλες από την Αμερική και τη Ρωσία, που παρακολουθούν την ιστοσελίδα μου και διαβάζουν τα παραμύθια μου
στο www.ellis-stories.blogspot.com


Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

ευχαριστώ την Κύπρο

Ευχαριστώ τους φίλους και τις φίλες από την Κύπρο, 
που παρακολουθούν την ιστοσελίδα μου και διαβάζουν τα παραμύθια μου
www.ellis.stories-blogspot.com

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

ευχαριστώ τη Γερμανία και την Ολλανδία

Ευχαριστώ τους φίλους και τις φίλες από τη Γερμανία και την Ολλανδία, που παρακολουθούν την ιστοσελίδα μου και διαβάζουν τα παραμύθια μου
www.ellis.stories-blogspot.com

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

ευχαριστώ Αυστραλία-Λευκορωσία

Ευχαριστώ τους φίλους και τις φίλες από την Αυστραλία και τη Λευκορωσία, που παρακολουθούν την ιστοσελίδα μου και διαβάζουν τα παραμύθια μου

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013