Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

παραμύθι από την Κύπρο -01
"Ο κυνηγός και η χήνα"





Μια φορά ένας κυνηγός πήγαινε προς το χωριό Βαρώσι, για κάποια δίκη. Σκέφτηκε, λοιπόν να πάρει μαζί και το όπλο του, μήπως βρει κάτι στο δρόμο. Έτσι σαν πήγαινε, βρήκε μία χήνα και την σκότωσε. Μόλις έφτασε στο Βαρώσι, πήγε σ’ ένα καλό μάγειρα να του την μαγειρέψει, έναντι καλής αμοιβής, και του είπε: 
-«Κύριε μάγειρα, πάρε αυτή τη χήνα να την μαγειρέψεις καλά και όσα θέλεις θα σου δώσω». 
-«Εντάξει», του λέει ο μάγειρας και ο κυνηγός έφυγε ήσυχος. 
Περνώντας μετά από λίγο από κει ο δικαστής με το δούλο του, μύρισε το νόστιμο φαγητό.
-«Ω! τι ωραία μυρωδιά! Πολύ όμορφο φαγητό έκανε ο μάγειρας σήμερα. Πήγαινε» λέει του δούλου του, «να δούμε τι φαγητό είναι αυτό!» 
Πήγε λοιπόν ο δούλος και ρώτησε, «τι μαγείρεψες, μάγειρα και μυρίζει έτσι όμορφα;»
- «Έχω διάφορα ωραία φαγητά» του είπε. Ο δικαστής και ο δούλος τα παρατήρησαν όλα, ώσπου έφτασαν και στην χήνα.


- «Α!... Αυτό είναι που μυρίζει τόσο όμορφα», λέει ο δικαστής, «πόσα θέλεις για να μου τη δώσεις;» 
-«Όχι, όχι αυτό», του είπε ο μάγειρας, «αυτό είναι παραγγελία του κυνηγού και αλοίμονο μας, θα μας σκοτώσει!» 
-«Μην φοβάσαι», του λέει ο δικαστής, «αφού εγώ θα σας δικάσω. Πουλί που πετάει δεν είναι; Ε, λοιπόν πέτασε.» 
Και λέγοντας αυτά, έπιασε τη χήνα και την πήρε. 
Έρχεται μετά από λίγο ο κυνηγός. «Άντε, φέρε μου το φαγητό», λέει στον μάγειρα. 
-«Έχουμε διάφορα φαγητά», του απαντάει, τι θέλεις;»
- «Δεν σου έδωσα την χήνα να μου την μαγειρέψεις;» 
-«Α! δική σου είναι η χήνα και στενοχωρήθηκα πολύ!.. 
Την έβαλες πάνω στο τραπέζι, και σαν πουλί που είναι, 
πέτασε.»
- «Πέτασε; Με κοροϊδεύεις;» του λέει ο κυνηγός. Πουλί που 
το σκότωσα, πώς γίνεται να πέτασε;» 
-«Αι, μα πέτασε...» 
-«Άκου τι λέει! Άκου τι λέει» φώναζε ο κυνηγός» και όρμησε 
στον μάγειρα. 
Άρχισε τότε να τρέχει ο μάγειρας, από φόβο. Από πίσω του κι ο κυνηγός να τον πιάσει. 
Σαν έτρεχαν έσπρωξαν μια γυναίκα έγκυο, που έπεσε κάτω κι έχασε το μωρό της.  Έτρεξε πιο μακριά ο μάγειρας και ανέβηκε στον μιναρέ του Χότζα. Έτρεξε και ο κυνηγός από πίσω του. Παραπάτησε όμως ο μάγειρας, κι έπεσε από κει, πάνω σ’ έναν καμηλάρη και τον σκότωσε. Τρέχει τότε ο κυνηγός να βγει από την πόρτα, αλλά βρίσκει ένα τούρκο, που καταλάθος του έβγαλε το μάτι με το πιρούνι... Έτσι, πάνε όλοι μαζί μετά στον δικαστή. 
-«Τι έγινε;» τους ρωτάει ο δικαστής
-«Κύριε δικαστά», του λέει ο κυνηγός, «αυτός ο μάγειρας, φταίει. Του έδωσα την χήνα μου να μου τη μαγειρέψει και λέει πως πέτασε». 
-«Μάλιστα...», λέει ο δικαστής, «...πουλί που πετάει δεν είναι; πέτασε!» 
Εν τω μεταξύ παρουσιάστηκαν και οι υπόλοιποι στον δικαστή.
-«Κύριε δικαστά», του λέει ο άνδρας της γυναίκας που έχασε το μωρό, «...αυτός ο άνθρωπος έπεσε πάνω στη γυναίκα μου κι έχασε το μωρό της». 
-«Α...», του λέει ο δικαστής, «αν έχεις παράπονο πάρτον σπίτι σου να κάνει άλλο μωρό στη γυναίκα σου». Όμως ο άντρας φοβήθηκε, δεν του άρεσε αυτό που του είπε, και τρομαγμένος απάντησε:
-«Όχι, όχι..., δεν έχω παράπονο».
 Μετά ήρθε και ο αδελφός του καμηλάρη. 
-«Κύριε δικαστά», του λέει, «αυτός ο άνθρωπος έπεσε από το μιναρέ πάνω στον αδερφό μου και τον σκότωσε».
-«Α...», του λέει ο δικαστής, «αν έχεις παράπονο, να μείνει αυτός από κάτω και να βγεις εσύ στο μιναρέ, να πέσεις πάνω του, να τον σκοτώσεις».
-«Όχι... δεν έχω παράπονο», του λέει τότε αυτός, «να μου λείπει.» 
Έρχεται τότε και ο τούρκος.
-«Κύριε δικαστά», του λέει, «αυτός ο άνθρωπος με χτύπησε με το πιρούνι και μου έβγαλε το μάτι».
-«Α...», του λέει ο δικαστής, «αν έχεις παράπονο, να σταθείς να σου βγάλει και το άλλο. Μετά να του βγάλεις κι εσύ το ένα, γιατί ένα μάτι χριστιανού αξίζει δύο του τούρκου» 
-«Όχι, όχι...», του λέει ο τούρκος, «δεν έχω παράπονο... τώρα έχω ένα κι όσο και βλέπω, θα το βγάλω κι αυτό;..»
Έτσι λοιπόν, τελικά, γλύτωσε ο μάγειρας, με την βοήθεια 
του δικαστή που είχε φάει την χήνα του κυνηγού! 
Κι ύστερα σου λένε ότι βρίσκεις το δίκιο σου...!

Αφιερωμένο στην κύπρια φίλη μου Κάτια, και σε όλες τις κύπριες που διαβάζουν τα παραμύθια μου, με φιλούθκια πολλά!
ellis-stories.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου