Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

παραμύθια

παραμύθι 08

"Χριστουγεννιάτικα δώρα"


(Η μαμά της Ρόζμαρι, ζήτησε από την Έλλη να της πει, 
ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι με την Ρόζμαρι 
και τις δυο ξαδελφούλες της) 

Αυτά τα Χριστούγεννα θα είναι διαφορετικά. Η μαμά της Ρόζμαρι, της είπε, ότι ο Άγιος Βασίλης έχει πολλά έξοδα, γέρασε, κουράστηκε και έτσι αποφάσισε να αλλάξει λίγο την καθιερωμένη παράδοση. Έστειλε ένα γράμμα λοιπόν στους γονείς των παιδιών και στα σχολεία τους, που τους λέει να ψάξουν στα παιχνίδια τους, να βρουν κάποιο που δεν θέλουν. Θα προσέξουν να είναι σε καλή κατάσταση, θα το βάλουν σε ένα ωραίο κουτί, θα το τυλίξουν με χαρούμενο περιτύλιγμα και θα το στείλουν σε άλλο παιδάκι. Εκείνος θα αναλάβει να το μεταφέρει προσωπικά. 
Έτσι, όλα τα παιδάκια θα πάρουν ένα δώρο και θα έχουν την χαρά να προσφέρουν και τα ίδια κάποιο δώρο! 
Στο σπίτι της μικρής Έσμε πήγε το ίδιο γράμμα, ακριβώς. Μόλις της το διάβασε η μαμά της, φώναξε ενθουσιασμένη: 
“Θα βρω ένα παιχνίδι για την ξαδελφούλα μου την Ρόζμαρι και ένα για την αδελφούλα μου, την Ίσλα”. Έτρεξε βιαστικά στο δωμάτιο της λοιπόν, αρχίζοντας να ψάχνει.

Τις αγαπούσε πολύ και τις δύο. Ήξερε ακριβώς τι θα αρέσει στην κάθε μία. Σε ένα όμορφο κουτί με πάνινα ζωάκια, βρήκε πρώτη - πρώτη την όμορφη αρκουδίτσα της. Όταν ήταν μικρούλα έπαιζε πολύ μαζί της, αλλά εδώ και καιρό τώρα, είναι σε αυτό το κουτί καθηλωμένη. Θυμάται όμως μια φορά που η Ρόζμαρι την είχε δει και της άρεσε πολύ. Ναι, αυτήν θα έδινε στην ξαδελφούλα της. Μετά, έψαξε να βρει κάτι για την μικρή Ίσλα, και βρήκε κάτι πολύ χαριτωμένο. Ένα χνουδωτό αρνάκι! Τώρα που μεγάλωσε, δεν παίζει πια μαζί του, ας παίξει με αυτό η αδελφούλα της. 
Πήρε τα δυο παιχνίδια όλο καμάρι και τα έβαλε σε όμορφα κουτιά. Μετά, σε δυο μικρές καρτούλες έγραψε: «Από την Έσμε στην Ρόζμαρι» στη μία κάρτα και στην άλλη «από την Έσμε στην Ίσλα».
 Η μαμά της, είπε, ότι το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων, ο Άγιος Βασίλης θα περάσειαπό κάθε σπίτι, θα πάρει τα κουτιά με τα δώρα και θα τα παραδώσει στο κάθε παιδάκι που του ανήκουν. 
Θα οδηγήσει το έλκηθρο ο ίδιος προσωπικά, το είπε και η μαμά!

Με τη μικρούλα Ίσλα τώρα, έγινε ακριβώς το ίδιο. Άρχισε και αυτή με τη σειρά της να ψάχνει δωράκια. Επειδή όμως ήταν μικρούλα, την βοήθησε και λίγο η μαμά της, να διαλέξει τα παιχνίδια που θα χάριζε σε άλλα παιδάκια. Η μικρούλα Ίσλα, ήθελε να δώσει τρία δικά της κουκλάκια, στις τρεις φίλες της. Έτσι η μαμά της, τύλιξε τα δώρα, έγραψε τα ονόματα τους από πάνω σε καρτούλες, και τα έβαλε κάτω από το δέντρο. Θα περίμενε και εκείνη, όπως όλα τα παιδάκια, την Παραμονή να τα πάρει ο Άγιος Βασίλης και να φέρει τα δικά της δώρα. Κάθε πρωί, πήγαινε και έψαχνε το δέντρο, να δει αν έφερε παιχνίδια ο Άγιος Βασίλης. Μετά ρωτούσε την μαμά της:
 “Σήμερα θα έρθει ο Άγιος Βασίλης;” και η μαμά της απαντούσε, ότι δεν είναι ακόμα Παραμονή Χριστουγέννων και πρέπει να έχει υπομονή. 

Αντίστοιχα συνέβαινε το ίδιο και στο σπίτι της Ρόζμαρι.
 Έψαχνε και εκείνη τα παιχνίδια της σκεπτική. Δεν ήξερε ακόμα που θα τα έστελνε. Καθώς έψαχνε λοιπόν, βρήκε την κουκλίτσα μωρό που είχε από μικρή. Παλιά, έπαιζε με αυτό το μωράκι, όμως από τότε που άρχισε να πηγαίνει σε σχολή χορού, σταμάτησε να παίζει με την κουκλίτσα αυτή και διάφορα άλλα παιχνίδια. Χορεύει συνεχώς, κάθε μέρα και παίζει με κούκλες που μπορεί να τις ντύσει και αυτές μπαλαρίνες. Μετά από λίγο, το μάτι της έπεσε στην σιδερένια μπουλντόζα. Της άρεσε σαν παιχνίδι, όμως ήταν πολύ βαρύ και γρήγορα το άφησε. Σκέφτηκε, ότι Θα ήταν καλλίτερο για κάποιο αγοράκι. Ναι, τώρα ήταν σίγουρη για τα δώρα της. Αυτά θα έστελνε… Αυτά θα έστελνε, αλλά δεν ήξερε σε ποιόν! Τα τύλιξε σε όμορφα κουτιά και μιας και δεν ήξερε ακόμα να γράφει είπε στην μαμά της να γράψει στην μια «στο άγνωστο κοριτσάκι, από την Ρόζμαρι» και στην άλλη «στο άγνωστο αγοράκι από την Ρόζμαρι». Η μαμά της συγκινήθηκε με την ιδέα της, αλλά της είπε γλυκά, πως αν δεν γράψει κάποιο όνομα μπορεί να μη της έρθει ούτε της ίδιας κάποιο δώρο.
Μπορεί ακόμα, να χαθούν τα κουτιά, ή και να μην πάνε ποτέ, πουθενά!

 Όμως η Ρόζμαρι ήταν αποφασισμένη. Κοίταξε γλυκά την μαμά της και της είπε: «Δεν πειράζει αν δεν πάρω εγώ δώρο από κάποιο παιδάκι. Θα μου πάρετε εσείς δώρα, ο παππούς, η γιαγιά, η νονά μου… Αν όμως κάποιο παιδάκι δεν έχει κανέναν να του πάει δώρο, αν δεν το σκέφτηκε κανείς; Σε αυτό το παιδάκι θέλω να του δώσει τα δώρα μου ο Άγιος Βασίλης. Αυτός ξέρει που να πάει… αυτός ξέρει». 
Η μαμά της Ρόζμαρι χαμογέλασε και χάιδεψε τις χρυσές μπουκλίτσες της. «Μπράβο γλυκιά μου που το σκέφτηκες εσύ», της είπε. «Είσαι πολύ καλό κοριτσάκι και είμαι σίγουρη ότι θα το εκτιμήσει πολύ και ο Άγιος Βασίλης».

Έφτασε και η Παραμονή Χριστουγέννων.
 Όλα τα σπίτια μύριζαν μελομακάρονα, δίπλες και κουραμπιέδες. 
Όλα ήταν φωτισμένα, στολισμένα γιορτινά όπως και οι δρόμοι, τα καταστήματα… Μέσα σε όλη αυτή τη γιορτινή ατμόσφαιρα όμως, ένα σπιτάκι ξεχώριζε. Ήταν δίπλα στον παιδικό σταθμό της Ρόζμαρι. 
Δεν είχε στολίδια στα παράθυρα, ούτε φαινόταν κάποιο 
χριστουγεννιάτικο δέντρο μέσα. Σε αυτό, έμεναν δυο αδελφάκια με την γιαγιά τους. Δεν είχαν πολλά χρήματα, φορούσαν σχεδόν πάντα τα ίδια ρούχα και δεν τα είχε δει ποτέ να παίζουν, όπως τα άλλα παιδιά. Η Ρόζμαρι δεν θυμόταν ούτε τα ονόματά τους. 
Θυμόταν όμως, ότι δεν τα έχει δει ποτέ να χαμογελούν. 

Ήρθε επιτέλους και η μέρα των Χριστουγέννων, που όλα τα παιδάκια περιμένουν με λαχτάρα.
 Η μικρούλα Ρόζμαρι, μόλις ξύπνησε, έτρεξε κάτω από το στολισμένο δέντρο να βρει τα δώρα της. Χαρά που έκανε μόλις τα είδε! Βρήκε ένα μεγάλο πακέτο από τον μπαμπά και την μαμά, ένα από τον παππού και την γιαγιά, ένα από την νονά και τον νονό, από τις θείες, από τις ξαδελφούλες… και ένα μικρό πακετάκι από τον Άγιο Βασίλη. Είχε επάνω μια καρτούλα ζωγραφισμένη από παιδικά χεράκια. Έγραφε «από την Ανούσκα στην Ρόζμαρι». Άνοιξε αυτό το κουτί πρώτο και καλλίτερο.
Αν και πίστευε ότι δεν θα έπαιρνε δώρο από κάποιο άλλο παιδάκι! 

Τώρα όμως ήταν πολύ περίεργη για το πακετάκι αυτό. Το άνοιξε λοιπόν φωνάζοντας όλο χαρά: «Μαμά, μπαμπά, μου έφερε και εμένα δώρο ο Άγιος Βασίλης, από ένα κοριτσάκι που το λένε Ανούσκα». Ήταν μια μικρή κουκλίτσα, πολύ μικρή και ίσως λίγο παλιά, μα καθαρή και σε καλή κατάσταση. «Προφανώς, Θα ήταν από κάποιο παιδάκι το οποίο δεν θα είχε και πολλά παιχνίδια για να διαλέξει», της είπε τότε η μαμά της. Αυτήν την μικρή κουκλίτσα όμως, φαίνεται να την αγαπούσε, έτσι περιποιημένη που την είχε, αν και τόσο παλιά! 
Η Ρόζμαρι την κοιτούσε καλά – καλά. Δεν την ένοιαζε που ήταν μικρή και παλιά, αρκεί που κάποιος άλλος σκέφτηκε να στείλει και σε εκείνη δώρο. Και αυτό το σκέφτηκε η άγνωστη Ανούσκα.
Έσφιγγε στην αγκαλιά της την κουκλίτσα τρυφερά, όταν άκουσε παιδικές φωνές στον δρόμο. 
Κοίταξε από το παράθυρο και τι να δει; 

Τα δυο φτωχά αδελφάκια, στο πέρα σπιτάκι, είχαν βγει στην αυλή τους και φώναζαν χαρούμενα. Είχαν πάρει και αυτά δώρο από τον Άγιο Βασίλη, και πανηγύριζαν ευτυχισμένα. Η Ρόζμαρι κοίταξε λίγο καλλίτερα, και είδε πως το κοριτσάκι κρατούσε στα χέρια του το μωρό κουκλάκι που είχε στείλει η ίδια, με την κάρτα «στο άγνωστο κοριτσάκι», ενώ το αγοράκι κρατούσε την σιδερένια μπουλντόζα που είχε στείλει πάλι η ίδια, με την κάρτα «άγνωστο αγοράκι». 
Δάκρυσαν τα ματάκια της από χαρά! Σε αυτά τα «άγνωστα παιδάκια» λοιπόν πήγε τα δώρα της ο Άγιος Βασίλης. Τι καλά που έκανε! Τώρα ένοιωθε πιο χαρούμενη από πριν. Ήταν σαν να πήρε η ίδια, δυο δώρα παραπάνω. Όταν εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η μαμά της, η Ρόζμαρι, της έδειξε τα αδελφάκια που έπαιζαν με τα παιχνίδια τους. 


«Πάμε στο ίδιο σχολείο μαμά, αλλά δεν ήξερα πως τα λένε. Θέλω και του χρόνου να τους στείλω παιχνίδια, με καρτούλα που θα έχει το όνομά τους. Όταν μετά τις γιορτές θα επιστρέψουμε στο σχολείο θα τα ρωτήσω». Η μαμά της χάρηκε με την απόφαση της, την αγκάλιασε τρυφερά και της είπε: «Είναι η Ανούσκα και ο Βάνιας. Είναι πολύ καλά παιδάκια και καλοί μαθητές. Έχουν πεθάνει οι γονείς τους και ζούνε με την γιαγιά τους. Είναι αγαπημένοι, αξιοπρεπείς, και σοβαροί. Όταν αρχίσει το σχολείο μετά τις γιορτές, να πας να τους μιλήσεις, να γίνετε φίλοι».Εκείνη ακριβώς την στιγμή, χτύπησε το κουδούνι. Ήρθαν οι ξαδελφούλες της να την επισκεφτούν και να φάνε όλοι μαζί το χριστουγεννιάτικο αυτό μεσημέρι. Αγκαλιάστηκαν και έδειξαν τα δώρα τους η μία στην άλλη. 
Έπαιξαν λίγο, έφαγαν, τραγούδησαν, διάβασαν ιστορίες και παραμύθια. Κάποια στιγμή κάθισαν και οι τρεις να κοιτούν από το παράθυρο. Τα δυο αδελφάκια, η Ανούσκα και ο Βάνιας στο απέναντι σπιτάκι, ήσαν ακόμα στην αυλή και έπαιζαν χαρούμενα. 

Είχε πια βραδιάσει. Το σκοτάδι έκρυψε τα σπίτια και τους δρόμους. Στο σπιτάκι απέναντι άνοιξε η πόρτα και η γιαγιά φώναξε τα αδελφάκια να μπουν μέσα γιατί θα κρυώσουν. Υπάκουσαν αμέσως. Ανέβηκαν το σκαλάκι της εισόδου σιγά-σιγά και μπήκαν μέσα. Πρώτο, το αγοράκι με την μπουλντόζα σφιχτά στην αγκαλιά του. Μετά, τον ακολούθησε το κοριτσάκι. Όμως, λίγο πριν μπει στο σπίτι, γύρισε το κεφαλάκι του και κοίταξε προς την Ρόζμαρι. Την χαιρέτησε, της χαμογέλασε και έσφιξε το μωρό κουκλάκι πάνω της. Η Ρόζμαρι σήκωσε και αυτή το χεράκι της να χαιρετήσει, και ασυναίσθητα θυμήθηκε, την καρτούλα στο κουτί, που ήταν μέσα η κουκλίτσα. Έγραφε ξεκάθαρα με παιδικά γραμματάκια, «από την Ανούσκα στην Ρόζμαρι». Χαμογέλασε και έσφιξε την μικρή κουκλίτσα πάνω της. Καληνύχτα Ανούσκα, ψιθύρισε, και πήγε στο δωμάτιο να κοιμηθεί γιατί ήταν πια αργά. Αυτό το βράδυ, κοιμήθηκε αμέσως, γλυκά, ζεστά και ευτυχισμένα. Όπως ακριβώς θα έπρεπε να κοιμούνται όλα τα παιδάκια του κόσμου!



Νοέμβριος 2012







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου