Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

παραμύθι 16 - η πολύ πολύ μεγάλη και η πολύ πολύ μικρή πόρτα

Μια φορά και έναν καιρό, στην Αθήνα, έμενε ένα μικρό κοριτσάκι που το έλεγαν Έλλη. Η Έλλη λοιπόν, όπως όλα τα κοριτσάκια στην ηλικία της, ήταν χαριτωμένη και ζωηρούλα. Αγαπούσε όλα τα ζωάκια μα πιο πολύ το μικρό σκυλάκι της την Ρόζα.
Ένα πρωί Σαββάτου, τότε που ήταν πιο μικρούλα η Έλλη, πριν μερικά χρόνια, ήρθε στο σπίτι της η Ζωίτσα η φίλη της. Θα έμεναν μαζί όλη μέρα, να φάνε, να παίξουν, να κοιμηθούν, και το πρωί της Κυριακής θα ερχόταν η μαμά της να τη πάρει! Ήσαν πολύ χαρούμενες και οι δυο.
Η Ζωίτσα μάλιστα είχε φέρει και μία τσάντα με τα αγαπημένα της παιχνίδια. Κάθησαν στο πάτωμα αμέσως και άρχισαν να συζητούν με πιο παιχνίδι θα αρχίσουν πρώτα να παίζουν. Ήθελαν να χαρούν όλη τη μέρα τους παίζοντας, χωρίς διακοπή.
Εκεί λοιπόν που προετοίμαζαν τις μικρές κουκλίτσες τους, λέει η Έλλη στη Ζωή:
“Θα ήθελα να ήμουν τόσο μικρούλα, σαν και αυτές τις κουκλίτσες. Θα με βάζει η μαμά μου στο τσαντάκι της και θα πηγαίνουμε παντού μαζί! Αν είμαι τόσο μικρούλα, ότι μου αρέσει θα είναι και πολύ και μεγάλο! Εγώ δίπλα σε ένα τεράστιο παγωτό όλο δικό μου, να κάθομαι πάνω σε μια μεγάλη σοκολάτα... να κοιμάμαι σε ένα χρωματιστό κεκάκι! Να χοροπηδάω σε ένα τεράστιο μαξιλάρι, να κάνω κούνια στη μπούκλα της μαμάς μου...”. Η Ζωή άκουγε προσεχτικά αυτά που της έλεγε η Έλλη, και όταν σταμάτησε να μιλάει την ρώτησε προβληματισμένη: “ Αν έπρεπε να διαλέξεις από δυο πόρτες, μία πολύ μεγάλη και μία πολύ μικρή, που οδηγούν σε διαφορετικούς κόσμους. Στον ένα όλα είναι πολύ μεγάλα και εσύ μικρούλα και στον άλλο όλα πολύ μικρά και εσύ τεράστια ...τι θα διάλεγες;”
Η Έλλη, σκέφτηκε λίγο και απάντησε: “Μα φυσικά προτιμώ να είμαι εγώ μικρούλα σε ένα τεράστιο κόσμο”. Μετά, μισόκλεισε τα ματάκια της και άρχισε να φαντάζεται αυτό ακριβώς που είπε. Είδε λοιπόν πως ήταν σε ένα μικρό άδειο δωμάτιο, με λουλουδένια ταπετσαρία. Μπροστά της υπήρχαν δυο πόρτες. Η μία ήταν πολύ-πολύ μεγάλη, και η άλλη ήταν πολύ-πολύ μικρή. Θυμήθηκε αυτό που την ρώτησε η Ζωή και τώρα της δινόταν η ευκαιρία να διαλέξει . Διάλεξε να ανοίξει την μεγάλη πόρτα. Έβαλε λοιπόν τα δυνατά της να την ανοίξει, κάτι που δεν ήταν καθόλου εύκολο! Τεντώθηκε ξανατεντώθηκε, χοροπήδησε δυο τρεις φορές να φτάσει το πόμολο, έσπρωξε και να τη λοιπόν, που επιτέλους άνοιξε αυτή η τόσο μεγάλη πόρτα!
Η μικρούλα Έλλη τώρα, βρέθηκε σε ένα τεράστιο δωμάτιο! Μεγάλες καρέκλες, μεγάλα τραπέζια, βιβλία, παιχνίδια... και εκείνη τόσο μικρούλα μπροστά τους! Και η φίλη της η Ζωή που έμοιαζε τώρα τεράστια σαν γίγαντας, έπαιζε με τα τεράστια παιχνίδια στο πάτωμα μόνη της. Αλλά και η Έλλη τώρα, μικρή σαν κουκλίτσα, δεν μπορούσε να παίξει με κανένα παιχνίδι. Όλα φαινόντουσαν και ήσαν, πολύ μεγάλα και πολύ βαριά για τα μικρά χεράκια της! Έβλεπε τώρα τη Ζωή να ετοιμάζεται να φάει, ένα τεράστιο γλειφιτζούρι.
Η Έλλη, όσο και αν της φώναζε για να της δώσει λίγο, εκείνη δεν την άκουγε.
Τόσο μεγάλο γλειφιτζούρι και να μη μπορεί να φάει ... τόσο μεγάλα και πολλά παιχνίδια και να μη μπορεί να παίξει... τι κρίμα που ήταν, σκεφτόταν τώρα η  Έλλη...

(Τη συνέχεια του παραμυθιού μπορείς να τη διαβάσεις στην καρτέλα παραμύθια και είναι το παραμύθι 16, "η πολύ πολύ μεγάλη και η πολύ πολύ μικρή πόρτα".)